ελαφραίνω

ελαφραίνω
(αόρ. ελάφρυνα) αμετ.
1) худеть, терять в весе;

όσο πάει κι' ελαφραίνει — он худеет с каждым днём;


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ελαφραίνω" в других словарях:

  • ελαφραίνω — ελαφραίνω, ελάφρυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελαφραίνω — καθιστώ ελαφρό ή ελαφρότερο κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλαφραίνω — → δες ελαφραίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»